- χειραγωγώ
- (ε) μζτ.1) водить за руку; 2) руководить (чём-л.), направлять (что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειραγωγώ — χειραγωγῶ, έω ΝΜΑ [χειραγωγός] 1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ. β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.) 2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῡ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῡσαν ἡμᾱς εἰς Χριστόν»,… … Dictionary of Greek
χειραγωγώ — χειραγωγώ, χειραγώγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειραγωγώ — και χειραγωγάω χειραγώγησα, χειραγωγήθηκα, χειραγωγημένος 1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι. 2. κατευθύνω, καθοδηγώ: Χειραγωγεί τα παιδιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειραγωγῶ — χειραγωγέω lead by the hand pres subj act 1st sg (attic epic doric) χειραγωγέω lead by the hand pres ind act 1st sg (attic epic doric) χειραγωγός leading masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραγωγῷ — χειραγωγός leading masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοστρατίζω — 1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο 2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω 3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό,… … Dictionary of Greek
ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
χειραγώγημα — τὸ, Α [χειραγωγῶ] χειραγωγία, βοήθεια, συμπαράσταση … Dictionary of Greek
χειραγώγηση — η / χειραγώγησις, ήσεως, Ν Μ [χειραγωγῶ] το να κρατάει κανείς κάποιον από το χέρι και να τόν οδηγεί (α. «θέλει να είναι ανεξάρτητος, δεν χρειάζεται χειραγώγηση» β. «παρ οἰκείων ὀφθαλμῶν χειραγώγησιν ἐφαντάζετο», Νικ. Χων.) νεοελλ. μτφ.… … Dictionary of Greek
καθοδηγώ — καθοδήγησα, καθοδηγήθηκα, καθοδηγημένος, δείχνω το δρόμο σε κάποιον, τον συμβουλεύω, τον χειραγωγώ: Τον καθοδήγησα πώς να βρει το δίκιο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)